Νότα Κυμοθόη "Λυχνοστάτης στην ερημιά" Ποίηση*
Ένα τραγούδι ρέει στην ψυχή μου
δεν ξέρω από που ξεκινά
αλλ΄ εντοπίζω τις νότες του χιλιοστό-χιλιοστό
στο πορτοκαλένιο χρώμα του ήλιου
νάρχεται σταγόνα-σταγόνα από βροχή
ντύνοντας με χιονονύμφες τον αγέρα
στα περιβόλια που κατοικώ.
Κάνε με, Θεέ μου, να τ΄ αρχίσω
δώσε μου τα λόγια στ΄ απλά μου χείλη
να τρέχουνε καθάρια θαλασσιά
όπως στον ουράνιο κήπο σου.
Ποτάμια ξεχειλίζουνε μέσα μου
κι αχτίδες πλημμυρίζουνε περίσσια.
Αηδόνια γυρεύουνε πράσινες φυλλωσιές
κι εγώ είμαι φτωχό κλαδί.
Είναι όμορφος ο Κόσμος!
Στις καλαμιές του ποταμού
ελούστηκα μ΄ ασήμια απ΄το φεγγάρι
διώχνοντας τη σκοτεινιά απ΄το The Pas
ακούμπησα το τρυφερό μου είναι σιωπηλά
στη νερένια του παλάμη σαν αστέρι
γερμένη ανάλαφρα στη ράχη του
από φόβο, μην ξυπνήσουνε τα χαλίκια
που τα παιδάκια ρίξανε στην καρδιά του.
Μουρμουρίζανε ανταύγειες κι αναδύονταν σκιές
ταξιδεύανε μακριά τ΄αδέρφια μου οι γιοι και οι κόρες μου
κι εσύ δεν ήσουν πλάι μου να σούλεγα για τη νύχτα
που έριχνε το στήθος της βαρύ στη σιωπή μου
πλέκοντας το πάθος της με τη λαχτάρα για γαλήνη.
Όλο το βράδυ ψιλόβρεχε ο ουρανός
και φυσούσε δροσιά καθώς εψήλωνες μέσα μου.
Κάνε με, Θεέ μου, ουράνιο τόξο στους καταρράχτες
αστράπτουσα από φως μετά την καταιγίδα
που θερίζει τους αμπελώνες και τα στάρια
στερώντας το ψωμί απ΄ τα μικρά παιδιά
ελπίδες κι όνειρα να κλείσω στα μάτια τους.
Δώσε μου αυγούλες για να τραγουδώ
την ώρα που σχίζουν οι κορυδαλλοί
τον αγέρα της πατρίδας μου με φτερούγες
μαζί τους να διαλαλήσω την ηλιογέννηση
στους δουλευτάδες με χαρά.
Τόσες ημέρες! Απέραντη μου φάνηκε η γη
μαζί και η μοναξιά.
Όμως τη σήκωσα μ΄ένα χαμόγελο.
Αυτό μου έμεινε λυχνοστάτης στην ερημιά.
Σε ποιόν να το δώσω Κύριε;
Νότα Κυμοθόη, The Pas, Manitoba, Canada 1988
(*Ποίηση από το βιβλίο μου Νότα Κυμοθόη Φως και Σκοτάδι , εκδόσεις Διογένης- Αθήνα 1990)
Ένα τραγούδι ρέει στην ψυχή μου
δεν ξέρω από που ξεκινά
αλλ΄ εντοπίζω τις νότες του χιλιοστό-χιλιοστό
στο πορτοκαλένιο χρώμα του ήλιου
νάρχεται σταγόνα-σταγόνα από βροχή
ντύνοντας με χιονονύμφες τον αγέρα
στα περιβόλια που κατοικώ.
Κάνε με, Θεέ μου, να τ΄ αρχίσω
δώσε μου τα λόγια στ΄ απλά μου χείλη
να τρέχουνε καθάρια θαλασσιά
όπως στον ουράνιο κήπο σου.
Ποτάμια ξεχειλίζουνε μέσα μου
κι αχτίδες πλημμυρίζουνε περίσσια.
Αηδόνια γυρεύουνε πράσινες φυλλωσιές
κι εγώ είμαι φτωχό κλαδί.
Είναι όμορφος ο Κόσμος!
Στις καλαμιές του ποταμού
ελούστηκα μ΄ ασήμια απ΄το φεγγάρι
διώχνοντας τη σκοτεινιά απ΄το The Pas
ακούμπησα το τρυφερό μου είναι σιωπηλά
στη νερένια του παλάμη σαν αστέρι
γερμένη ανάλαφρα στη ράχη του
από φόβο, μην ξυπνήσουνε τα χαλίκια
που τα παιδάκια ρίξανε στην καρδιά του.
Μουρμουρίζανε ανταύγειες κι αναδύονταν σκιές
ταξιδεύανε μακριά τ΄αδέρφια μου οι γιοι και οι κόρες μου
κι εσύ δεν ήσουν πλάι μου να σούλεγα για τη νύχτα
που έριχνε το στήθος της βαρύ στη σιωπή μου
πλέκοντας το πάθος της με τη λαχτάρα για γαλήνη.
Όλο το βράδυ ψιλόβρεχε ο ουρανός
και φυσούσε δροσιά καθώς εψήλωνες μέσα μου.
Κάνε με, Θεέ μου, ουράνιο τόξο στους καταρράχτες
αστράπτουσα από φως μετά την καταιγίδα
που θερίζει τους αμπελώνες και τα στάρια
στερώντας το ψωμί απ΄ τα μικρά παιδιά
ελπίδες κι όνειρα να κλείσω στα μάτια τους.
Δώσε μου αυγούλες για να τραγουδώ
την ώρα που σχίζουν οι κορυδαλλοί
τον αγέρα της πατρίδας μου με φτερούγες
μαζί τους να διαλαλήσω την ηλιογέννηση
στους δουλευτάδες με χαρά.
Τόσες ημέρες! Απέραντη μου φάνηκε η γη
μαζί και η μοναξιά.
Όμως τη σήκωσα μ΄ένα χαμόγελο.
Αυτό μου έμεινε λυχνοστάτης στην ερημιά.
Σε ποιόν να το δώσω Κύριε;
Νότα Κυμοθόη, The Pas, Manitoba, Canada 1988
(*Ποίηση από το βιβλίο μου Νότα Κυμοθόη Φως και Σκοτάδι , εκδόσεις Διογένης- Αθήνα 1990)